World Lung Cancer Day

Στις πνευμονικές αγγειακές παθήσεις διακρίνονται δύο τύποι: η πνευμονική εμβολή και η πνευμονική υπέρταση. Ως πνευμονική εμβολή ορίζεται η κατάσταση που προκύπτει λόγω θρόμβων αίματος, οι οποίοι εμποδίζουν τμήματα των αρτηριών στους πνεύμονες και συχνά έπειτα από θρόμβωση στις φλέβες του ποδιού ή σε άλλο σημείο του σώματος. Ως πνευμονική υπέρταση ορίζεται η κατάσταση που προκαλείται λόγω της υψηλής αρτηριακής πίεσης στις πνευμονικές αρτηρίες, οι οποίες μεταφέρουν το αίμα από την καρδιά στους πνεύμονες. Η πνευμονική υπέρταση μπορεί να προκαλέσει βλάβη στο δεξιό μέρος της καρδιάς καθιστώντας το ανίκανο να κυκλοφορεί αποτελεσματικά το αίμα σε όλο το σώμα. Σε καρδιακή ανεπάρκεια η οποία δύναται να αποβεί μοιραία για τη ζωή του ατόμου οδηγούν διαφορετικές μορφές πνευμονικής υπέρτασης. Επομένως υπάρχει η πνευμονική αρτηριακή υπέρταση που οφείλεται σε διάφορες αιτίες, η πννευμονική υπέρταση λόγω αριστερής καρδιακής ανεπάρκειας, η πνευμονική υπέρταση λόγω πνευμονικών παθήσεων ή έλλειψης οξυγόνου (υποξία), η χρόνια θρομβοεμβολική πνευμονική υπέρταση και η πνευμονική υπέρταση με ασαφή αιτία ή διάφορα συμπτώματα πρόκλησης.
Ασθενείς με πνευμονική εμβολή μπορεί να εμφανίσουν οποιοδήποτε σύμπτωμα από τα ακόλουθα:
- δύσπνοια
- στηθάγχη
- βήχα
- βήχα με παρουσία αίματος
- πυρετό
- ταχυκαρδία
- ταχύπνοια
- λιποθυμική τάση
Ωστόσο υπάρχουν περιπτώσεις ατόμων με πνευμονική εμβολή που ενδέχεται να μην εμφανίσουν κάποιο σύμπτωμα. Γενικά η πνευμονική εμβολή είναι δύσκολη στη διάγνωσή της και οι ειδικοί βασίζονται στον εντοπισμό των συμπτωμάτων και στην εξέταση του ιατρικού ιστορικού του ατόμου συμπληρωματικά με άλλες εξετάσεις όπως η ακτινογραφία θώρακος ή ένα ηλεκτροκαρδιογράφημα.
Στην περίπτωση της πνευμονικής υπέρτασης, τα συμπτώματα μπορεί να είναι η δύσπνοια, η έντονη κόπωση, η μειωμένη ικανότητα για άσκηση, η στηθάγχη, η βραχνάδα και ο βήχας με παρουσία αίματος. Επίσης η πνευμονική υπέρταση είναι δύσκολο να διαγνωστεί εγκαίρως, καθώς σε αρκετές περιπτώσεις τα άτομα εμφανίζουν λίγα συμπτώματα ή και καθόλου. Επομένως οι ειδικοί βασίζονται σε ανάλυση των όποιων συμπτωμάτων και παράλληλα εξετάζουν και άλλους παράγοντες, όπως η ηλικία και οι υφιστάμενες συνθήκες.
Η κυριότερη αιτία εμφάνισης της πνευμονικής εμβολής προκύπτει συνήθως ως αποτέλεσμα θρόμβου αίματος στα πόδια ή την πύελο. Μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης θρόμβων αίματος διατρέχουν οι ηλικιωμένοι, τα άτομα που έχουν υποβληθεί σε ιατρική ή χειρουργική επέμβαση και παρέμειναν κλινήρεις για μεγάλες χρονικές περιόδους, τα άτομα με προηγούμενο ιστορικό θρόμβων αίματος και όσοι λαμβάνουν ορμονοθεραπεία και από του στόματος αντισυλληπτική θεραπεία.
Όσον αφορά στην εμφάνιση πνευμονικής υπέρτασης οι παράγοντες μπορεί να ποικίλουν λόγω των διαφορετικών μορφών. Ωστόσο οι κύριες αιτίες σχετίζονται με τα γονίδια ενός ατόμου ή άλλες υπάρχουσες νόσους. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να μην υπάρχει κάποια σαφής αιτιολογία και τότε να χαρακτηρίζεται ως ιδιοπαθής.
Η πνευμονική εμβολή δύναται να αντιμετωπιστεί με αντιπηκτική αγωγή. Επίσης μπορεί να παρασχεθεί συμπληρωματικό οξυγόνο σε άτομα που δυσκολεύονται να αναπνεύσουν. Για τα άτομα που παρουσιάζουν επίμονη καρδιακή ανεπάρκεια και υψηλό κίνδυνο για εμφάνιση πνευμονικής εμβολής συνήθως προτείνεται θρομβολυτική αγωγή, η οποία διαλύει τους θρόμβους στις πνευμονικές αρτηρίες. Στις περιπτώσεις που δεν έχει αποτελεσματικότητα η φαρμακευτική αγωγή, τότε ως εναλλακτική επιλογή μπορεί να είναι η χειρουργική επέμβαση για αφαίρεση του θρόμβου.
Για την πνευμονική υπέρταση δεν έχει γνωστοποιηθεί θεραπεία. Ωστόσο η φαρμακευτική αγωγή που συνήθως ενδείκνυται είναι η αντιπηκτική αγωγή ή συμπλήρωμα οξυγόνου. Σημαντικό για την κατάλληλη αντιμετώπιση της νόσου είναι να διευκρινιστεί ο τύπος της πνευμονικής υπέρτασης, ώστε να διαμορφωθεί αντίστοιχα και η κατάλληλη θεραπεία. Ασθενείς με πνευμονική αρτηριακή υπέρταση μπορούν να υποβληθούν σε συγκεκριμένες θεραπείες, γνωστές ως προστακυκλίνες, ανταγωνιστές υποδοχέα ενδοθηλίνης ή αναστολείς φωσφοδιεστεράσης τύπου 5. Όταν η πνευμονική υπέρταση οφείλεται σε χρόνια θρομβοεμβολική πάθηση, τότε ως θεραπεία συνίσταται η χειρουργική επέμβαση (πνευμονική ενδαρτηρεκτομή) η οποία εξαλείφει το θρόμβο και το υλικό ουλής στα αιμοφόρα αγγεία (αρτηρίες) των πνευμόνων. Όταν η πνευμονική υπέρταση συνδέεται με μακροχρόνιες καρδιακές ή πνευμονικές παθήσεις, τότε συνιστάται θεραπεία της υποκείμενης νόσου. Τέλος, σε σοβαρές περιπτώσεις η μεταμόσχευση πνεύμονα φαίνεται να αποτελεί επιλογή.